- ἄστονος
- ἄστονος, ον,A without sighs, πότος ἄ. a potion to chase away sighs, dub. in Anacreont. 50.6, cf. Max. Tyr.3.9.II (ἀ- intens.) = μεγαλόστονος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άστονος — ἄστονος, ον (Α) [στένω] 1. ο χωρίς στεναγμούς, αυτός που αποδιώχνει τους στεναγμούς 2. ο πολυστέναχτος, αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς … Dictionary of Greek
ἄστονον — ἄστονος without sighs masc/fem acc sg ἄστονος without sighs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστονοι — ἄστονος without sighs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)